- αὐτοφυές
- αὐτοφυήςself-grownmasc/fem voc sgαὐτοφυήςself-grownneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… … Dictionary of Greek
αγριοκαστανιά — Δέντρο της οικογένειας των ιπποκαστανιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στα ορεινά δάση κυρίως της δυτικής Ελλάδας, ύψους μέχρι 25 μ.Επιστημονική ονομασία της α. είναιαίσκουλος η ιπποκαστανέα. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε … Dictionary of Greek
δατούρα — (datura).Γένος φυτών της οικογένειας των σολανιδών. Περιλαμβάνει 15 είδη και ανάμεσά τους ένα αυτοφυές ελληνικό. Είναι φυτά ποώδη, θαμνώδη ή και δενδρώδη, έχουν χαρακτηριστική τετράχωρη ωοθήκη και περιέχουν ναρκωτικές και δηλητηριώδεις ουσίες.… … Dictionary of Greek
BACCHANTIA Indumenta — apud Tertullian. de Pallio c. 4. ubi de Empedocle, Si Philosophus in purpura, cur non et in baxea Tyria calcinare! nisi aurum minime Graecatos decet: at quin alius et sericatus et crepidam aeratus incessit: digne quidem, ut bacchantibus… … Hofmann J. Lexicon universale
DIADUMENI — complures in vett. monumentis, inprimis in Volum. Antiqq, Inscr. occurrunt a diademate naturali, quo nonnulli insigniti nascuntur, ut videtur, nomen adepti: inter quos Antoninus eminet Diadumenus Imp. quem Diadematum, cum adhuc puer esset,… … Hofmann J. Lexicon universale
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… … Dictionary of Greek
άκανθος — Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60 1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο… … Dictionary of Greek
άκερος — (aceras). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ορχιδιδών. Τo μοναδικό είδος του γένους είναι ο α. ο ανθρωποφόρος.Πρόκειται για αυτοφυές φυτό της Ελλάδας, ιθαγενές των παραμεσογειακών περιοχών. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek